- οξύνοια
- η [οξύνους]οξύτητα τού νου, οξεία αντίληψη, ευστροφία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγχίνοια — Η ετοιμότητα του πνεύματος, η οξύτητα του νου, η ευφυΐα, η ευστροφία, η κρίση. Ετυμολογικά, η α. προέρχεται από τις λέξεις άγχι (= κοντά) και νοώ. Οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν την έκφραση τη ση αγχινοία ως τιμητική προσφώνηση. Ως όρος της… … Dictionary of Greek
αίνιγμα — Σύντομη σύνθεση, συνήθως έμμετρη, η οποία με εκφράσεις σκόπιμα ασαφείς προβάλλει ως ερώτημα πράγματα ή ενέργειες, για να βρει ο ερωτώμενος αυτό το οποίο κρύβεται. Γνωστό σε όλους τους λαούς από την πολύ παλαιά εποχή, αναφέρεται σε πράγματα… … Dictionary of Greek
αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων … Dictionary of Greek
αμβλύνοια — η [αμβλύνους] δυσχέρεια, νωθρότητα στη σκέψη, χοντροκεφαλιά (αντίθετα: οξύνοια, αγχίνοια) … Dictionary of Greek
δεξιότητα — η (AM δεξιότης) [δεξιός] η επιδεξιότητα, η ικανότητα σε κάτι αρχ. 1. η εξυπνάδα, η οξύνοια 2. η δεξίωση, η υποδοχή 3. η ευγένεια τών τρόπων 4. η ευτυχία, η ευδαιμονία … Dictionary of Greek
διάγνωση — Η διαδικασία που ακολουθείται για την αναγνώριση της νόσου από την οποία πάσχει κάποιος. Σε κάθε περίπτωση, οι γνώσεις, η πείρα και η οξύνοια του γιατρού συμβάλλουν αποφασιστικά στην ανάλυση και εκτίμηση των δεδομένων, καθώς και της σχέσης που… … Dictionary of Greek
διεντέρευμα — διεντέρευμα, το (Α) (κωμ. λ. τού Αριστοφ. για οξύνοια ή οξυδέρκεια) η έρευνα, διόραση με τη βοήθεια τών εντέρων … Dictionary of Greek
δριμύτητα — η (AM δριμύτης) 1. οξύτητα γευστικών ουσιών 2. ορμητικότητα, σφοδρότητα 3. (για λόγο) δηκτικότητα, καυστικότητα μσν. ένταση αρχ. 1. δολιότητα, πανουργία 2. ευφυΐα, οξύνοια 3. βλοσυρότητα, αυστηρότητα 4. (ρητ.) η χρησιμοποίηση εντυπωσιακών,… … Dictionary of Greek
ευστοχία — η (ΑΜ εὐστοχία, Α και εὐστοχίη) [εύστοχος] 1. η δεξιότητα στην επιτυχία τού σκοπού, η επιτυχία βολής (α. «ἐπὶ τόξων εὐστοχίᾳ γάνυται», Ευρ. β. «ευστοχία πυροβόλου») 2. η επιδεξιότητα στο να παίρνει κάποιος τις σωστές αποφάσεις και να δράττεται… … Dictionary of Greek
ευστροφία — η (ΑΜ εὐστροφία) [εύστροφος] 1. ευκολία στο να στρέφεται και να κάμπτεται κάποιος, ευκαμψία, ευλυγισία (α. «εὐστροφία τῶν χειρῶν», Γρηγ. Νύσσ. β. «ευστροφία χορεύτριας») 2. (για πνευματικές ιδιότητες) ετοιμότητα, οξύνοια («τὸ μετ εὐστροφίας ὀξὺ… … Dictionary of Greek